ἱεροδόκος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἱεροδόκον, receiving sacrifices, or ἱερόδοκος, received in temples, A.Supp.363 (lyr., dub. l.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit les sacrifices.
Étymologie: ἱερός, δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροδόκος: получаемый в виде жертвы (θεῶν λήμματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροδόκος: -ον, δεχόμενος θυσίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 363.
Greek Monolingual
ἱεροδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος, σμηνοδόκος.