ἐγρηγορικός
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ἐγρηγορική, ἐγρηγορικόν, waking, πράξεις, κινήσεις, Arist.Somn.Vig.456a28, Div.Somn.463a
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de abstr. propio del estado de vigilia πράξεις Arist.Somn.Vig.456a28, cf. 25, κινήσεις Arist.Diu.Som.463a9, cf. Them.in PN 23.12
•neutr. como adv. εἰ ... ὁτιοῦν ἀναγκασθεῖεν ἐγρηγορικὸν διαπράξασθαι si se vieran obligados a hacer lo que hacen cuando están despiertos Gal.10.493.
2 de pers., fig. bien despierto, alerta, vigilante ἐγρηγορικοῦ τινος ποιμένος ἐπιστασίᾳ Basil.Ep.28.2.41.
II adv. -ῶς despierto, en vela κατακλίναντα ἡσυχάζειν ἐ. Orib.7.26.155.
German (Pape)
[Seite 712] wachsam, munter, bes. was im Zustande des Wachens geschieht, πράξεις Arist. somn. 2 u. öfter.
Russian (Dvoretsky)
ἐγρηγορικός: совершающийся в бодрствующем состоянии (πράξεις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγρηγορικός: -ή, -όν, ἐγρηγορώς, ἔξυπνος ἢ ὁ ἐν ἐγρηγόρσει γινόμενος, πράξεις, κινήσεις Ἀριστ. π. Ὕπν. καὶ Ἐγρηγόρσ. 2. 19, κτλ.
Greek Monolingual
ἐγρηγορικός, -ή, -ό (Α)
αυτός που γίνεται κατά την εγρήγορση.