ἀραιόσαρκος
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
[ᾰρ], ον, with porous, spongy flesh, Hp.Nat.Puer.21, Mul.1.1, Hices. ap. Ath.7.288c (Comp.).
Spanish (DGE)
-ον
de carnes esponjosas o finas, γυνή Hp.Nat.Puer.21, de los congrios, Hices. en Ath.288c.
German (Pape)
[Seite 343] (σάρξ), von schwammigem Fleische, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραιόσαρκος: -ον, Ἱππ. 241. 35., 588. 40, ἔχων ἀραιάν, σπογγώδη, χαλαρὰν σάρκα, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 288C.
Greek Monolingual
ἀραιόσαρκος, -ον (Α)
αυτός που έχει αραιή ή πλαδαρή σάρκα.