ἀρχιδαφνηφορέω
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
Thess. ἀρχιδαυχναφορέω, to be chief bearer of bays (δαφνηφόρος), IG9(2).1234 (Phalanna).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιδαφνηφορέω: εἶμαι ὁ πρῶτος τῶν δαφνηφορούντων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766 ἐν τῷ Θεσσαλ. τύπῳ (;) ἀρχιδαυχναφορείσας. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει λέξιν δαυχμόν, καὶ ἑρμηνεύει: «εὔκαυστον ξύλον δάφνης», πρβλ. καὶ σχόλ. εἰς Νίκανδρ.