κυρσάνιος

Revision as of 11:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, Lacon. word, = νεανίας, contemptuously, whippersnapper, Ar.Lys.983, 1248; cf. σκυρθάλια.

German (Pape)

[Seite 1537] ὁ, lakonisch statt νεανίας, der Jüngling, wahrscheinlich von κόρος, κοῦρος abgeleitet; Ar. Lys. 983. 1248; Phot. lex. steht auch κυρσάνιον, τό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυρσάνιος -ου, ὁ Lac., jongeman.

Russian (Dvoretsky)

κυρσάνιος: ὁ Arph. лак. = νεανίας.

Greek Monolingual

κυρσάνιος, ὁ, και κυρσάνιον, τὸ (Α)
1. νεανίας, έφηβος
2. υβριστ. ευτελής άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυρσάνιος της λακων. διαλ. σχηματίστηκε από τον τ. σκυρθάλιος με τροπή του -θ- σε -σ- και ανομοιωτική σίγηση του αρκτικού σ-].

Greek (Liddell-Scott)

κυρσάνιος: ὁ, Λακων. λέξις ἀντὶ νεανίαςἔφηβος, Ἀριστοφ. Λυσ. 983, 1248. ― ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκυρθάνια (τὰ) = ἔφηβοι· καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει σκυρθαλίας, σκυρθάλιος, σκυρθάλια (τά), σκύθραξ, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας· πρβλ. Müller Dor. 4. 5, 2.

Frisk Etymological English

Meaning: young man
Etymology: Lacon. for σκυρ-θάλιος, s. v.

Frisk Etymology German

κυρσάνιος: {kursánios}
Meaning: Jüngling,
Derivative: κυρσίον· μειράκιον H.,
Etymology: lakon. für σκυρθάλιος, s. d.
Page 2,55