κυρσάνιος
English (LSJ)
ὁ, Lacon. word, = νεανίας, contemptuously, whippersnapper, Ar.Lys.983, 1248; cf. σκυρθάλια.
German (Pape)
[Seite 1537] ὁ, lakonisch statt νεανίας, der Jüngling, wahrscheinlich von κόρος, κοῦρος abgeleitet; Ar. Lys. 983. 1248; Phot. lex. steht auch κυρσάνιον, τό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυρσάνιος -ου, ὁ Lac., jongeman.
Russian (Dvoretsky)
κυρσάνιος: ὁ Arph. лак. = νεανίας.
Greek Monolingual
κυρσάνιος, ὁ, και κυρσάνιον, τὸ (Α)
1. νεανίας, έφηβος
2. υβριστ. ευτελής άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυρσάνιος της λακων. διαλ. σχηματίστηκε από τον τ. σκυρθάλιος με τροπή του -θ- σε -σ- και ανομοιωτική σίγηση του αρκτικού σ-].
Greek (Liddell-Scott)
κυρσάνιος: ὁ, Λακων. λέξις ἀντὶ νεανίας ἢ ἔφηβος, Ἀριστοφ. Λυσ. 983, 1248. ― ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκυρθάνια (τὰ) = ἔφηβοι· καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει σκυρθαλίας, σκυρθάλιος, σκυρθάλια (τά), σκύθραξ, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας· πρβλ. Müller Dor. 4. 5, 2.
Frisk Etymological English
Meaning: young man
Etymology: Lacon. for σκυρ-θάλιος, s. v.
Frisk Etymology German
κυρσάνιος: {kursánios}
Meaning: Jüngling,
Derivative: κυρσίον· μειράκιον H.,
Etymology: lakon. für σκυρθάλιος, s. d.
Page 2,55