σκυρθάλια
From LSJ
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
English (LSJ)
Greek Monolingual
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «μειράκια, ἔφηβοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σκυρθάλιος, κατά τα ουδ.)].