ἀμηχανής
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἀμηχανές, poet. for ἀμήχανος, h.Merc.447, in gen. pl. -έων (but perhaps fem. of ἀμήχανος).
Spanish (DGE)
(ἀμηχᾰνής) -ές irresoluble, tremendo μελεδῶναι h.Merc.447.
German (Pape)
[Seite 124] bei Dion. Hal. 1, 79, wo einige codd. ἀχανής daben, u. H. h. Merc. 447, in der Form ἀμηχανέων μελεδώνων, = ἀμήχανος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμηχᾰνής: HH = ἀμήχανος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμηχανής: -ές, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀμήχανος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 447, ἐν τῇ γεν. πληθ. -έων ἐν Διον. Ἁλ. 1. 79, διωρθώθη ἐκ τοῦ Βατ. χειρογρ. εἰς ἀχανής.
Greek Monotonic
ἀμηχᾰνής: -ές = ἀμήχανος, σε Ομηρ. Ύμν. (στην γεν. πληθ. -έων).