στραβίζω
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Full diacritics: στρᾰβίζω | Medium diacritics: στραβίζω | Low diacritics: στραβίζω | Capitals: ΣΤΡΑΒΙΖΩ |
Transliteration A: strabízō | Transliteration B: strabizō | Transliteration C: stravizo | Beta Code: strabi/zw |
(στραβός) squint, Hsch. s.v. ἰλλώπτω, EM713.13.
[Seite 950] verdrehte Augen haben, schielen, Eust. zu Il. 2, 217.
στραβίζω: (στραβός) ἔχω διεστραμμένους ὀφθαλμούς, εἶμαι «στραβός», ἀλλοίθωρος, Ἡσύχ.
Ν στραβός
αλληθωρίζω, είμαι αλλήθωρος.