θερσιεπής

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερσῐεπής Medium diacritics: θερσιεπής Low diacritics: θερσιεπής Capitals: ΘΕΡΣΙΕΠΗΣ
Transliteration A: thersiepḗs Transliteration B: thersiepēs Transliteration C: thersiepis Beta Code: qersieph/s

English (LSJ)

θερσιεπές, (θέρσος) bold of speech, B.12.199:—so Θερσίτης, ὁ, as pr. n. in Hom.: pl., Ph.2.472.

Greek (Liddell-Scott)

θερσιεπής: -ές, ὁ μετὰ θράσους λαλῶν, Βακχυλ. 12. 199, ἔκδ. Blass.

Greek Monolingual

θερσιεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλά με θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρσος, αιολ. τ. του θάρσος, αττ. θάρρος + -επής (< έπος), πρβλ. αμετροεπής, καλλιεπής. Για τον σχηματισμό του α' συνθετικού πρβλ. δεξίδωρος, τερψίμβροτος.