μολυβδουργός
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
ὁ, lead-worker, Apollod.Poliorc.153.7 (μολιβδ-), Ptol.Tetr.180, Glossaria (μολιβδ-).
German (Pape)
[Seite 200] Blei bearbeitend, oder in Blei arbeitend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν μόλυβδον, ἐργαζόμενος ἐπὶ μολύβδου, Γλωσσ., - μολυβουργός, Gremfell καὶ Hunt Πάπυρ. Ὀξυρρύγχ. 135, 8, 32, κλ.
Greek Monolingual
ο (Α μολυβδουργός και μολιβδουργός, Μ μολυβουργός)
τεχνίτης που κατεργάζεται τον μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -ουργός].