ψωμόλεθρος

Revision as of 11:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, bread-pest, Com. name for a parasite, Suid., Hdn.Epim.203:—also ψωμολεθρία, ἡ, Zonar.

German (Pape)

[Seite 1406] ὁ, Bissenpest, Brotpest, kom. Ausdruck für einen gierigen Schmarotzer, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ψωμόλεθρος: ὁ, ὁ ἐπιφέρων ὄλεθρον εἰς τὸν ἄρτον, ὁ καταναλίσκων πολὺν ἄρτον, πολύφαγος, κοινῶς «φαγᾶς», κωμικὸν ὄνομα παρασίτου, Σουΐδ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερισμ. 203, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 705. - ψωμολεθρία, ἡ, «πολυφαγία», Ζωναρᾶς σ. 1879.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κωμ. λ.) (ως ονομασία ενός παρασίτου) αυτός που καταστρέφει το ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός «μπουκιά ψωμιού» + ὄλεθρος «καταστροφή»].