μυχθώδης

From LSJ
Revision as of 11:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχθώδης Medium diacritics: μυχθώδης Low diacritics: μυχθώδης Capitals: ΜΥΧΘΩΔΗΣ
Transliteration A: mychthṓdēs Transliteration B: mychthōdēs Transliteration C: mychthodis Beta Code: muxqw/dhs

English (LSJ)

μυχθώδες, like one snorting, πνεύματα μ. hard-drawn breath, Hp.Coac.529.

German (Pape)

[Seite 224] ες, nach der Art eines Seufzenden, Stöhnenden, Hippocr., wie von μύχθος, welches nicht vorkommt.

Greek (Liddell-Scott)

μυχθώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐν εἴδει μυχθισμοῦ, ὅμοιος πρὸς στενάζοντα, πνεύματα μ., δύσπνοια, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 203, πρβλ. 206· ὡς ἐκ τοῦ μύχθος = μυχθισμός.

Greek Monolingual

μυχθώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με στεναγμό, με βόγγο («πνεύματα μυχθώδη» — αναπνοές όμοιες με στεναγμό, με βογγητό, δύσπνοια, Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυχθίζω.