ἀντεκπέμπω

Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

send out in turn, X.HG4.8.25; expel, discharge in turn, of respiration, Gal.5.710.

Spanish (DGE)

1 enviar fuera en contra Θρασύβουλον ... σὺν τετταράκοντα ναυσίν X.HG 4.8.25.
2 expeler a su vez ἀέρα en la respiración, Gal.5.710.

German (Pape)

[Seite 245] dagegen ausschicken, Xen. Hell. 4, 8, 25 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

mettre de son côté en campagne.
Étymologie: ἀντί, ἐκπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεκπέμπω: посылать против (кого-л.) (τινὰ σὺν ναυσίν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκπέμπω: πέμπω ἐναντίον τινός, οἱ δὲ Ἀθηναῖοι νομίσαντες τοὺς Λακεδαιμονίους πάλιν δύναμιν κατασκευάζεσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἀντεκπέμπουσι Θρασύβουλον σὺν τεσσαράκοντα ναυσὶν Ξεν Ἑλλ. 4. 8, 25.

Greek Monolingual

ἀντεκπέμπω (Α)
αποστέλλω με τη σειρά μου (στρατιωτική δύναμη εναντίον κάποιου).

Greek Monotonic

ἀντεκπέμπω: μέλ. -ψω, αποστέλλω ως αντάλλαγμα, σε Ξεν.

Middle Liddell

to send out in return, Xen.