ἐκχαραδρόω
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
strengthened for χαραδρόω, Plb.4.41.9:—Pass., τόποι ἐκχαραδρούμενοι χειμάρροις Str.11.3.4.
Spanish (DGE)
1 desviarse formando torrenteras θεωροῦντες ... τὸν χειμάρρουν ... ἐκχαραδροῦντα Plb.4.41.9
•en v. pas. Gr.Nyss.Virg.285.7.
2 excavar formando torrenteras en v. pas. estar excavado por torrenteras πολλοῖς χειμάρροις ... ἐκχαραδρουμένων τῶν τόπων Str.11.3.4.
German (Pape)
[Seite 787] verstärktes simpl., aushöhlen, Pol. 4, 41, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχᾰραδρόω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ χαραδρόω, Πολύβ. 4. 41, 9.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχᾰραδρόω: прорывать оврагами, размывать (ὁ χειμάρρους ἐκχαραδροῦν τόπους Polyb.).