πτολίοικος
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, dweller in the city, on Cretan coins, BMus.Cat. Coins Cretep.8 (Aptera, iv B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
πτολίοικος: ὁ, ὁ ἐν τῇ πόλει οἰκῶν, ἐπὶ Κρητικῶν νομισμάτων.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο κάτοικος μιας πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. του πόλις + -οικος (< οἶκος), πρβλ. ορεσίοικος].