ἐκχρώννυμι
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
impart a colour, ἥλιος σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν Theodect.17.2.
Spanish (DGE)
colorear ἥλιος ... σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν Theodect.17.2.
German (Pape)
[Seite 787] (s. χρώννυμι), entfärben, Strab. XV p. 695, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχρώννῡμι: ἐπιτεταμ. ἐντὶ τοῦ χρώνυμι: μέλλ. -χρώσω, χρώζω, χρωματίζω βαθέως: σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ’ ἀνδρῶν, ἐχρωμάτισε βαθέως τὰ σώματα τῶν ἀνδρῶν μὲ χρῶμα αἰθάλης, Θεοδέκτης παρὰ Στράβ. 695.