καταβατέον

Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(καταβαίνω) one must descend, Ar.Lys.884, Pl.R. 520c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβατέον, adj. verb. van καταβαίνω, men moet afdalen.

Russian (Dvoretsky)

καταβᾰτέον: adj. verb. к καταβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

καταβᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ καταβαίνω, Ἀριστοφ. Λυσ. 884, Πλάτ. Πολ. 520C· ἴδε ἐν λ. καταβαίνω Ι. 4.

Greek Monotonic

καταβᾰτέον: ρημ. επίθ. του καταβαίνω·
I. αυτό που πρέπει να κατεβεί κάποιος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. αυτό που πρέπει να κατέλθει, σε Αριστοφ.