τετραγονία

Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, a fourth generation, Aristid.Or.38(7).5; εὐγενεῖς ἐκ -γονίας Lib. Or.42.22.

Greek (Liddell-Scott)

τετραγονία: ἡ, τέσσαρες γενεαί, τετραγονίαν τοιάνδε οὐδείς πω ἤκουσεν οὐδὲ διηγήσατο Ἀριστείδ. 1. 42.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τέσσερεις γενεές ή η τέταρτη γενεά (α. «τετραγονίαν τοιάνδε οὐδείς πω ἤκουσεν», Αριστείδ.
β. «εὐγενεῖς ἐκ τετραγονίας», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γονία (< -γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δεκαγονία].