κόλχος
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ὁ, f.l. for κόχλος, AP9.551 (pl., Antiphil.), APl.4.37 (Leont.).
German (Pape)
[Seite 1476] ὁ, = κόχλος, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
κόλχος: ὁ, μεταγεν. ἀντὶ κόχλος, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 592. 842.