ὀστοποιητικός

From LSJ
Revision as of 11:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστοποιητικός Medium diacritics: ὀστοποιητικός Low diacritics: οστοποιητικός Capitals: ΟΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ostopoiētikós Transliteration B: ostopoiētikos Transliteration C: ostopoiitikos Beta Code: o)stopoihtiko/s

English (LSJ)

ὀστοποιητική, ὀστοποιητικόν, of or for making bone, δύναμις Gal.Nat.Fac.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, δύναμις Γαλην. 5. 12.

Greek Monolingual

ὀστοποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ποιῶ].