κορωνοποδώδης

From LSJ
Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνοποδώδης Medium diacritics: κορωνοποδώδης Low diacritics: κορωνοποδώδης Capitals: ΚΟΡΩΝΟΠΟΔΩΔΗΣ
Transliteration A: korōnopodṓdēs Transliteration B: korōnopodōdēs Transliteration C: koronopododis Beta Code: korwnopodw/dhs

English (LSJ)

κορωνοποδώδες, like crow's feet, Thphr. HP 1.10.5.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνοποδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῷ φυτῷ κορωνόπους, ἐκ διορθώσεως ἐν Θεοφρ. Φυτ. π. Ἱστ. 1. 10, 5, (κατ’ εἰκασίαν) ἀντὶ σκολοπώδης.

Greek Monolingual

κορωνοποδώδης, -ῶδες (Α) κορωνόπους
αυτός που μοιάζει με τα πόδια της κουρούνας («τὰ τῆς συκῆς [φύλλα] ὥσπερ ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη», Θεόφρ.).