γανύσκομαι
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
Dep., = γάνυμαι, Them.Or.2.26d, 21.254c: c. gen., γ. τοῦ τόπου Socr.Ep.18.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. γανν- Them.Or.2.26d
alegrarse, complacerse ἐγαννύσκετο καὶ ἐλαμπρύνετο Them.Or.l.c., cf. 21.254c
•disfrutar c. gen. ἐγανύσκοντο τοῦ τόπου Socr.Ep.18.1.
German (Pape)
[Seite 474] dasselbe, Epist. Socrat. 18 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γανύσκομαι: ἀποθ.= γάνυμαι, Θεμίστ. 26D, 254C· μ. γεν., γ. τοῦ τόπου Ἐπ. Σωκρ 18.