γανύσκομαι
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Dep., = γάνυμαι, Them.Or.2.26d, 21.254c: c. gen., γ. τοῦ τόπου Socr.Ep.18.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. γανν- Them.Or.2.26d
alegrarse, complacerse ἐγαννύσκετο καὶ ἐλαμπρύνετο Them.Or.l.c., cf. 21.254c
•disfrutar c. gen. ἐγανύσκοντο τοῦ τόπου Socr.Ep.18.1.
German (Pape)
[Seite 474] dasselbe, Epist. Socrat. 18 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γανύσκομαι: ἀποθ.= γάνυμαι, Θεμίστ. 26D, 254C· μ. γεν., γ. τοῦ τόπου Ἐπ. Σωκρ 18.