μελιτοειδής

From LSJ
Revision as of 11:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτοειδής Medium diacritics: μελιτοειδής Low diacritics: μελιτοειδής Capitals: ΜΕΛΙΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: melitoeidḗs Transliteration B: melitoeidēs Transliteration C: melitoeidis Beta Code: melitoeidh/s

English (LSJ)

μελιτοειδές, like honey, οἶνος Hp.Morb.2.22. Adv. μελιτοειδῶς Sor. 1.91.

German (Pape)

[Seite 124] ές, honigartig, -farbig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μέλι, οἶνος Ἱππ. 469. 6, κτλ.

Greek Monolingual

μελιτοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με το μέλι, κυρίως ως προς το χρώμα.
επίρρ...
μελιτοειδῶς (Α)
με τρόπο μελιτοειδή, όμοια με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -ειδής].