μελιτοειδής
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
μελιτοειδές, like honey, οἶνος Hp.Morb.2.22. Adv. μελιτοειδῶς Sor. 1.91.
German (Pape)
[Seite 124] ές, honigartig, -farbig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μέλι, οἶνος Ἱππ. 469. 6, κτλ.
Greek Monolingual
μελιτοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με το μέλι, κυρίως ως προς το χρώμα.
επίρρ...
μελιτοειδῶς (Α)
με τρόπο μελιτοειδή, όμοια με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -ειδής].