πλαδαρότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, flaccidity, Epicur.Nat.140 G., Herm. ap. Stob.1.49.69, Gal.14.770.
German (Pape)
[Seite 623] ητος, ἡ, Nässe, Zustand eines nassen Körpers, Hermes bei Stob. ecl. I p. 1098.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰδᾰρότης: -ητος, ἡ, ὑγρότης, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1096, Γαλην.
Greek Monolingual
η / πλαδαρότης, -ητος, ΝΑ πλαδαρός
(ιδίως για τα σαρκώδη μέλη του σώματος) η ιδιότητα του πλαδαρού, χαλαρότητα, χαύνωση, ατονία.