ἀτάρβακτος

Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀτάρβακτον, unaffrighted, γνώμα Pi.P.4.84; γυνά B.5.139; cf. ἀτάρμυκτος.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiembla, intrépido, firme γυνά B.5.139, γνώμα Pi.P.4.84.
• Etimología: v. τάρβος, ταρβέω.

German (Pape)

[Seite 383] γνώμη Pind. P. 4, 84, furchtlos, seit Böckh im Text. Vgl. ἀτάρμυκτος.

English (Slater)

ᾰτάρβακτος, -ον intrepid, dauntless γνώμας ἀταρβάκτοιο (P. 4.84)

Greek Monolingual

ἀτάρβακτος, -ον (Α)
ατρόμητος, αφόβητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ταρβώ (-έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος ].

Russian (Dvoretsky)

ἀτάρβακτος: Pind. = ἀτάρβητος.

Frisk Etymological English

See also: τάρβος

Frisk Etymology German

ἀτάρβακτος: {atárbaktos}
Meaning: unerschrocken (Pi., B.).
Etymology: Privatives Verbaladjektiv von einem unbelegten *ταρβάσσω oder *ταρβάζω, zu τάρβος, ταρβέω (s. d.), sofern nicht einfach eine expressive Umbildung von ἀταρβής, ἀτάρβητος. — Vgl. ἀτάρμυκτος (Euph., Nik.) von ταρμύσσω erschrecken (Lyk.), s. d.
Page 1,176