βάθυσμα
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό, deep place, λίμνης Thphr. HP 4.11.8.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
lugar profundo, poza τῆς λίμνης Thphr.HP 4.11.8.
German (Pape)
[Seite 425] τό, die Vertiefung, λίμνης Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βάθυσμα: τὸ, βάθος, Θεοφρ. Ι. Φ. 4. 11, 8.