σωματουργός

From LSJ
Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτουργός Medium diacritics: σωματουργός Low diacritics: σωματουργός Capitals: ΣΩΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: sōmatourgós Transliteration B: sōmatourgos Transliteration C: somatourgos Beta Code: swmatourgo/s

English (LSJ)

σωματουργόν, creative of bodies, Id.in Prm.p.638 S., in Ti.1.311 D.

German (Pape)

[Seite 1060] verkörpernd, Sp.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
(για τέχνη ή επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει σώματα («τέχναι καὶ χειρουργίαι τούτων ὑπ' ἀνθρώπων εὕρηνται σωματουργοί», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δραματουργός].