νοσημάτιον
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
τό, mild illness, indisposition, Dim. of νόσημα, Ar.Fr.90.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maladie légère, indisposition.
Étymologie: νόσημα.
German (Pape)
τό, dim. von νόσημα, leichte Krankheit, Ar. bei Arist. rhet. 3.2.
Russian (Dvoretsky)
νοσημάτιον: (ᾰ) τό легкое заболевание, недомогание Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νοσημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ νόσημα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 64.
Greek Monolingual
νοσημάτιον, τὸ (Α) νόσημα
νόσος ελαφράς μορφής, μικροαρρώστια.