πρόκολπος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
πρόκολπον, distended, of a viper's belly, in Comp., Gal.14.265, Aët.13.23.
Greek Monolingual
-ον, Α
(σχετικά με την κοιλιά φιδιού) εξογκωμένος, φουσκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κόλπος (πρβλ. άκολπος, βαθύκολπος)].