ἐκπτερόομαι
From LSJ
English (LSJ)
to be furnished with wings, Hp.Vict.1.25 (f.l. for ἐκπυρούμενα).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπτερόομαι: κτῶμαι πτέρυγας, Ἱππ. 347. 19· δι. γραφ. ἐκπυρούμενα, ὅπερ φαίνεται ὅτι ἀπαιτεῖ ἡ ἔννοια.
Full diacritics: ἐκπτερόομαι | Medium diacritics: ἐκπτερόομαι | Low diacritics: εκπτερόομαι | Capitals: ΕΚΠΤΕΡΟΟΜΑΙ |
Transliteration A: ekpteróomai | Transliteration B: ekpteroomai | Transliteration C: ekpteroomai | Beta Code: e)kptero/omai |
to be furnished with wings, Hp.Vict.1.25 (f.l. for ἐκπυρούμενα).
ἐκπτερόομαι: κτῶμαι πτέρυγας, Ἱππ. 347. 19· δι. γραφ. ἐκπυρούμενα, ὅπερ φαίνεται ὅτι ἀπαιτεῖ ἡ ἔννοια.