διακόρησις
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
-εως, ἡ, deflowering, prob.l. in J. AJ7.8.1, Sor.1.33, Sch.Il.18.493.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
desfloración I.AI 7.170, Sor.16.14, 22.10, Orib.24.31.38, Sch.Il.18.493, fig. de un hombre, Lollian.334.10.
German (Pape)
[Seite 583] ἡ, Entjungferung, Ios. ant. 7, 8, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διακόρησις: -εως, ἡ, διακόρευσις, διαπαρθένευσις, διαφθορὰ παρθένου, Ἰώσηπ. Ι. Ἀρχ. 7. 8, 1, Σχολ.
Greek Monolingual
διακόρησις (-εως), η (Α) διακορώ
διακόρευση.