ἐξυπάγω
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
[ᾰ], go over thoroughly, coat, [λίθους] πηλῷ ἠχυρωμένῳ IG22.463.42.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυπάγω: ἐπαλείφω διὰ τοῦ ὑπαγωγέως (τρουλλίου), κονιάω, Ἀττ. Ἐπιγρ. παρὰ Μυλλέρῳ Gott. 1836, σ. 34, 42.