θυσμικός

From LSJ
Revision as of 11:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυσμικός Medium diacritics: θυσμικός Low diacritics: θυσμικός Capitals: ΘΥΣΜΙΚΟΣ
Transliteration A: thysmikós Transliteration B: thysmikos Transliteration C: thysmikos Beta Code: qusmiko/s

English (LSJ)

θυσμική, θυσμικόν, sacrificial, ἔτος IG12(5).141 (Paros), 903 (Tenos).

Greek (Liddell-Scott)

θυσμικός: -ή, -όν, εἰς θυσίαν ἀνήκων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2339 (προσθῆκαι).

Greek Monolingual

θυσμικός, -ή, -όν (Α)
επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσμικόν ἔτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θυσμός].