ἀκριβαστής
From LSJ
English (LSJ)
ἀκριβαστοῦ, ὁ, lawgiver, Id.Is.33.22; inquirer, Id.Jd.5.14.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 investigador, escudriñador Aq.Id.5.14.
2 legislador riguroso Aq.Is.33.22.
German (Pape)
[Seite 81] ὁ, genauer Untersucher; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῑβαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ πλησίον ἐρευνῶν τὰ πράγματα, Ἑβδ.
Greek Monolingual
ο (Α) ἀκριβάζω
1. αυτός που ερευνά τα πράγματα από κοντά
2. νομοθέτης, κυβερνήτης.