μεθυστάς

From LSJ
Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθυστάς Medium diacritics: μεθυστάς Low diacritics: μεθυστάς Capitals: ΜΕΘΥΣΤΑΣ
Transliteration A: methystás Transliteration B: methystas Transliteration C: methystas Beta Code: mequsta/s

English (LSJ)

μεθυστάδος, fem., drunken: metaph., μεθυστάδες γάμων Trag.Adesp.238.

Greek Monolingual

μεθυστάς, -άδος, ἡ (Α)
1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων
μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῦσαι, οἷον τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῖσαι ὑπὸ μέθης οὐκέτι παρθένοι ἦσαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. του μεθυστής σχηματισμένος με το επίθημα -άς (πρβλ. θύστηςθυστάς)].