μαλαγματώδης
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
μαλαγματώδες, like an emollient plaster, Gal.12.409, Alex.Trall.12.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰγματώδης: -ες, ὡς μαλακόν τι κατάπλασμα, ἐπίθημα, Γαλην. 2. 105.
Greek Monolingual
μαλαγματώδης, -ῶδες (Α) μάλαγμα
αυτός που μοιάζει με μάλαγμα, με κατάπλασμα.
German (Pape)
ες, von der Art eines erweichenden Umschlages, sp. Medic.