ἡ, Boeot. Dim. of κόρα, IG7.713, al. (Tanagra), 2901 (Coronea).
κόριλλα: ἡ, ὑποκορ. τοῦ κόρη (κατὰ Dittenb.) Ἐπιγραφ. Βοιωτ. 635, 963–965, κτλ. ― Κατὰ Meister εἶναι κύριον ὄνομα.