προσεκμαίνομαι

Revision as of 11:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Pass., become demented besides, π. τὴν γνώμην Aret.CA2.11.

German (Pape)

[Seite 758] pass., noch dazu heftig in Wuth gerathen, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκμαίνομαι: Παθ., μαίνομαι προσέτι, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11.

Greek Monolingual

Α
γίνομαι πιο μανιώδης («προσεκμαίνονται τὴν γνώμην», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκμαίνομαι «παραφέρομαι, έχω μανία εναντίον κάποιου»].