σητόβρωτος
English (LSJ)
σητόβρωτον, eaten by moths, LXX Jb.13.28, Ep.Jac.5.2.
German (Pape)
[Seite 876] von Motten, Würmern zerfressen, angefressen, LXX.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mangé des vers.
Étymologie: σής, βιβρώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σητόβρωτος -ον [σής, βιβρώσκω] door motten opgegeten.
Russian (Dvoretsky)
σητόβρωτος: изъеденный молью или червями (ἱμάτια NT).
English (Strong)
from σής and a derivative of βιβρώσκω; moth-eaten: motheaten.
English (Thayer)
σητόβρωτον (from σής a moth, and βρωτός from βιβρώσκω), moth-eaten: ἱμάτιον, ἱμάτια, Theophilus ad Autol. 2,36).
Greek Monolingual
-η, -ο / σητόβρωτος, -ον, ΝΜΑ
φαγωμένος από τα σκουλήκια, σκοροφαγωμένος, σαρακοφαγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω, κατατρώγω»), πρβλ. μυόβρωτος].
Greek Monotonic
σητόβρωτος: -ον (σής, βι-βρώσκω), σκωροφαγωμένος, αυτός που τον έχουν καταφάγει ο σκώρος ή τα σκουλήκια, σκωληκόβρωτος, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σητόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ σητῶν βιβρωσκόμενος, σκωληκόβρωτος, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΓ΄, 28), Ἐπιστ. Ἰακώβ. ε΄, 2.
Middle Liddell
σητό-βρωτος, ον, [σής, βιβρώσκω
eaten by moths, NTest.
Chinese
原文音譯:shtÒbrwtoj 些拖-不羅拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:蛀蟲-食物 相當於: (עָשׁ / עֲשַׂב)+ (אָכַל)
字義溯源:蟲子咬,蛀蝕的;由(σής)=蛀蟲)與(βιβρώσκω)*=喫)組成,其中 (σής)出自希伯來文(סָס)=蟲子),而 (סָס)出自(סוּס / סִיס)=馬,跳躍)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 蛀蝕的(1) 雅5:2