θερμαντός
From LSJ
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
English (LSJ)
θερμαντή, θερμαντόν, capable of being heated, Arist.Ph.224a30.
German (Pape)
[Seite 1201] erwärmbar, Arist. Metaph. 4, 15.
Russian (Dvoretsky)
θερμαντός: [adj. verb. к θερμαίνω способный воспринимать теплоту, нагреваемый (τὸ θερμαντικὸν πρὸς τὸ θερμαντόν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θερμαντός: -ή, -όν, ἐπιδεκτικός θερμότητος, Ἀριστ. Φυσ. 5. 1, 2· πρβλ. θερμαντικός.
Greek Monolingual
θερμαντός, -ή, -όν (Α) θερμαίνω
αυτός που μπορεί να θερμανθεί.