κερατηφόρος
English (LSJ)
κερατηφόρον, = κερασφόρος 1, Phaest. ap. Sch.Pi.P.4.28.
German (Pape)
[Seite 1422] = κερασφόρος, Phaest. bei Schol. Pind. P. 4, 28. S. auch κερατοφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτηφόρος: -ον, = κερασφόρος, Φαῖστος παρὰ τῷ Σχολ. Πινδ. Π. 4. 28· πρβλ. κερατοφόρος.
Greek Monolingual
κερατηφόρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφ-η-φόρος) + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατηφόρος.