κερατηφόρος

Revision as of 11:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κερατηφόρον, = κερασφόρος 1, Phaest. ap. Sch.Pi.P.4.28.

German (Pape)

[Seite 1422] = κερασφόρος, Phaest. bei Schol. Pind. P. 4, 28. S. auch κερατοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτηφόρος: -ον, = κερασφόρος, Φαῖστος παρὰ τῷ Σχολ. Πινδ. Π. 4. 28· πρβλ. κερατοφόρος.

Greek Monolingual

κερατηφόρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφ-η-φόρος) + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατηφόρος.