κερατοφόρος
From LSJ
English (LSJ)
κερατοφόρον, = κερασφόρος 1, Arist.HA499b15, PA663b35; θῆρες Opp.C.2.489.
German (Pape)
[Seite 1422] = κερασφόρος; Arist. H. A. 2, 1 u. öfter; Opp. Cyn. 2, 489.
Russian (Dvoretsky)
κερᾱτοφόρος: Arst. = κερασφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτοφόρος: -ον, = κερασφόρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 36, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 7, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
κερατοφόρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος («ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν κερατοφόρα, τὰ δ' ἄκερα τῶν ζώων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].