δωρηματικός
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
δωρηματική, δωρηματικόν, = δωρητικός, D.H.8.60, Vett. Val.41.3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
dadivoso, generoso de pers., D.H.8.60, Vett.Val.40.19, 82.4.
German (Pape)
[Seite 695] gern schenkend, Dion. Hal. 8, 60.
Greek (Liddell-Scott)
δωρηματικός: -ή, -όν, =δωρητικός, Διον. Ἁλ. 8. 60.
Greek Monolingual
δωρηματικός, -ή, -όν (Α)
γενναιόδωρος.