δωρηματικός
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
δωρηματική, δωρηματικόν, = δωρητικός, D.H.8.60, Vett. Val.41.3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
dadivoso, generoso de pers., D.H.8.60, Vett.Val.40.19, 82.4.
German (Pape)
[Seite 695] gern schenkend, Dion. Hal. 8, 60.
Greek (Liddell-Scott)
δωρηματικός: -ή, -όν, =δωρητικός, Διον. Ἁλ. 8. 60.
Greek Monolingual
δωρηματικός, -ή, -όν (Α)
γενναιόδωρος.