ἀφυώδης
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
ἀφυώδες, whitish, like an ἀφύη, χρῶμα Hp.Mul.2.110,116.
Spanish (DGE)
-ες blancuzco χρῶμα Hp.Mul.2.110, 116.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφυώδης: -ες, (εἶδος), ἀφυῶδες χρῶμα, τῷ ἀφύης χρώματι ἐοικός, Ἱππ. 638. 20., 641. 12.
Greek Monolingual
ἀφυώδης, -ες (Α) αφύη
αυτός που μοιάζει με την αφύη, που έχει το ίδιο (λευκό) χρώμα.