δείνωμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, exaggerated view, τὸ δ. τῶν κριτῶν Phld.Rh.1.286S.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
exageración, opinión exagerada τῶν κριτῶν Phld.Rh.1.286.
Greek Monolingual
δείνωμα, το (AM) (Μ και δείνωμαν) δεινώ
μσν.
η σοβαροποίηση
αρχ.
εξογκωμένη, υπερβολική άποψη.