νυκτιγενέτωρ
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
-ορος, ὁ, father of night, of Ἔρως, PMag.Par.1.1795.
Spanish
padre de la noche, que engendra de noche
Greek Monolingual
νυκτιγενέτωρ, ὁ (Α)
(για τον Έρωτα) ο πατέρας της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + γενέτωρ.
Léxico de magia
ὁ padre de la noche o que engendra de noche de Eros ἐπικαλοῦμαί σε ... νυκτιφανῆ, νυκτιχαρῆ, ν. te invoco a ti, que surges de noche, que te alegras con la noche, padre de la noche P IV 1795