λικμητικός

From LSJ
Revision as of 11:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λικμητικός Medium diacritics: λικμητικός Low diacritics: λικμητικός Capitals: ΛΙΚΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: likmētikós Transliteration B: likmētikos Transliteration C: likmitikos Beta Code: likmhtiko/s

English (LSJ)

λικμητική, λικμητικόν, of or for winnowing, πτύον Eust.135.43.

German (Pape)

[Seite 46] zum Getreidereinigen gehörig, worfelnd, Eust. 135, 43.

Greek (Liddell-Scott)

λικμητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίκμησιν, πτύον Εὐστ. 135. 43.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λικμητικός, -ή, -όν) λικμώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα, λιχνιστικός, κατάλληλος για λίχνισμα («λικμητικὸν πτύον», Ευστ.).